- τομαίος
- -ον, θηλ. και -αίαΑ(ποιητ. τ.)1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ' οὔτις τομαῑος», Ευρ.)2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή4. φρ. «ἄκος τομαῑον» — ιαματικό φυτό κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για χρήση (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.